προπαρέρχομαι

προπαρέρχομαι
ΝΜΑ
(η μτχ. αορ.) προπαρελθών, -ούσα, -όν
αυτός που συνέβη πριν από μια προηγούμενη χρονική μονάδα ή ένα προηγούμενο γεγονός, προπερασμένος (α. «τον προπαρελθόντα χρόνο» β. «τήν προπαρελθούσα εβδομάδα» γ. «το προπαρελθόν έτος» δ. «την προπαρελθούσα συνεδρία»)
μσν.-αρχ.
παρέρχομαι, περνώ πριν από κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προπαρελθών — οῡσα, όν, ΝΜΑ βλ. προπαρέρχομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”